μανδάλῳ — μάνδαλος with the bolt shot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανταλώνω — (Α μανδαλῶ, όω, Μ μανταλώνω) [μάνταλο] κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω νεοελλ. περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι … Dictionary of Greek